- συνοδικό
- συνοδικό το1) зал заседаний Священного Синода Церкви или монахов какого-либо монастыря;2) решение Вселенского или Поместного Собора
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
συνοδικό Κίνημα — Κίνημα για τη μεταρρύθμιση της Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (14ος 15ος αι.). Εκδηλώθηκε στους ανώτερους κύκλους της Καθολικής Εκκλησίας και ανάμεσα στους δυτικοευρωπαίους φεουδάρχες. Υποστήριζε την κυριαρχία των Οικουμενικών Συνόδων επί του… … Dictionary of Greek
συνοδικός — ή, ό / συνοδικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύνοδος] αυτός που αναφέρεται σε σύνοδο τού Ηλίου και τής Σελήνης νεοελλ. 1. αστρον. όρος χρησιμοποιούμενος κατά τη μελέτη των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων τού ηλιακού συστήματος στην περίπτωση όλων τών κατά πλάτος… … Dictionary of Greek
Βουλγαρίας, Πατριαρχείο — Η Εκκλησία της Βουλγαρίας ανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη το 1945 με την έκδοση σχετικού συνοδικού τόμου του οικουμενικού πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ το 1953 με νεότερο συνοδικό τόμο ανυψώθηκε σε πατριαρχείο. Στη δικαιοδοσία του υπάγονται 3.250… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
προεξάρχω — ΝΜΑ 1. κατέχω την πρώτη θέση, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, πρωτοστατώ (α. «συνοδικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τού Αρχιεπισκόπου» β. «ὁ προεξάρχων τής ποίμνης» γ. «ο προεξάρχων τού χορού») 2. αρχίζω πρώτος, κάνω πρώτος την αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
σελήνη — (Αστρον.). Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της Γης. Τα γενικά γνωρίσματα του ήταν γνωστά από την αρχαιότητα στους αστρονόμους, τα γεωλογικά όμως και φυσικά χαρακτηριστικά του μόλις τώρα αρχίζουν να αποκαλύπτονται με τα στοιχεία που πρόσφεραν οι… … Dictionary of Greek
συνοδικάρης — ο, Ν ο αρμόδιος για τον ευτρεπισμό τού συνοδικού, τής αίθουσας συνεδριάσεων τής συνόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνοδικό «η αίθουσα συνεδριάσεων τής Ιεράς Συνόδου» + κατάλ. άρης (πρβλ. λυρ άρης)] … Dictionary of Greek
τομογραφία — Ακτινολογική τεχνική με την οποία εξασφαλίζουμε την ακτινογραφική εικόνα ενός λεπτού στρώματος του σώματος του ατόμου που εξετάζουμε. Για να την κατορθώσουμε μετατοπίζουμε ταυτόχρονα την πηγή των ακτίνων και την πλάκα γύρω από ένα νοητό άξονα που … Dictionary of Greek
τομογραφώ — τομογραφῶ, έω, ΝΜ νεοελλ. ιατρ. λαμβάνω και εμφανίζω τομογραφίες μσν. εκκλ. γράφω συνοδικό τόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος + γραφῶ (< γράφος*)] … Dictionary of Greek
Αυστρίας, Ιερά Μητρόπολη — Ιδρύθηκε το 1963 με σχετικό ιδρυτικό πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Σύμφωνα με τον ομοσπονδιακό νόμο 229/23 6 1967 (ΦΕΚ 54/14 7 1967) λειτουργεί ως νομικό… … Dictionary of Greek
Βελγίου, Ιερά Μητρόπολη — Ιδρύθηκε το 1969 με ιδρυτικό πατριαρχικό και συνοδικό τόμο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στη δικαιοδοσία του οποίου και υπάγεται. Αναγνωρίστηκε από το βελγικό κράτος με σχετικό νόμο του 1985, ενώ στο βασιλικό διάταγμα της 15ης … Dictionary of Greek